σκαρτάρισμα

σκαρτάρισμα
το, Ν [σκαρτάρω]
1. (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) αφαίρεση από την τράπουλα τών χαρτιών που είναι περιττά για το παιχνίδι ή αντικατάσταση από άλλα, ξακαθάρισμα, ξεσκαρτάρισμα
2. αφαίρεση ή πέταγμα άχρηστων ή περιττών αντικειμένων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκαρτάρισμα — το, ατος διαλογή και απόρριψη των άχρηστων πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”